λεωργος

λεωργος
    λεωργός
    λε-ωργός
    2
    [λάω II] готовый на все, дерзновенный (sc. Προμηθεύς Aesch.; ἄνθρωπος Xen.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λεωργος" в других словарях:

  • λεωργός — και λεουργός, όν (Α) 1. ο ικανός να κάνει τα πάντα, πανούργος 2. (για πράξεις) βίαιος («λεωργὰ κἀθέμιστα», Αρχιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + ουργός (< ἔργον*)] …   Dictionary of Greek

  • λεωργός — one who will do anything masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεωργόν — λεωργός one who will do anything masc/fem acc sg λεωργός one who will do anything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεωργότατον — λεωργός one who will do anything masc acc superl sg λεωργός one who will do anything neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεωργά — λεωργός one who will do anything neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεωργότατοι — λεωργός one who will do anything masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεουργός — λεουργός, ον (Α) βλ. λεωργός …   Dictionary of Greek

  • λιωργός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λεωργός*] …   Dictionary of Greek

  • λεωργῶι — λεωργῷ , λεωργός one who will do anything masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • lā-2 —     lā 2     English meaning: to be concealed, covered     Deutsche Übersetzung: “verborgen, versteckt sein”     Note: also lüi and lü[i] dh     Material: Gk. λῆτο, λήιτο ἐπελάθετο Hes., due to a *λᾱ Fός “hide, conceal” perhaps λεωργός,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»